- στρωτήριον
- στρω-τήριον, τό,= foreg., EM 228.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρωτήριον — τὸ, Α [στρωτήρ] υποκορ. τού στρωτήρ* … Dictionary of Greek
στρωτήρια — στρωτήριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτηρίδιον — τὸ, Α [στρωτήριον] (κατά τον Ησύχ.) «στρωτήριον» … Dictionary of Greek